ορχούμαι

ορχούμαι
(ε) αμετ. танцевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορχούμαι" в других словарях:

  • ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ὀρχοῦμαι — ὀρχέομαι dance pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὀρχέω dance pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορχούμαι — διορχοῡμαι ( έομαι) (Α) [ορχούμαι] 1. χορεύω ανάμεσα, εδώ κι εκεί 2. (με δοτ.) διαγωνίζομαι στον χορό …   Dictionary of Greek

  • ενορχούμαι — ἐνορχοῡμαι ( έομαι) (Α) [ορχούμαι] χορεύω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εξορχούμαι — ἐξορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] 1. χορεύω ώς το τέλος («ὀ δὲ Πάν ἐξορχεῑται ῤυθμόν τινα») 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. προδίδω 4. ατιμάζω 5. περιφρονώ, σαρκάζω …   Dictionary of Greek

  • επισπονδορχηστής — ἐπισπονδορχηστής, ὁ (Α) μέλος τής ομάδας χορευτών που τελούσαν εορταστικούς χορούς κατά τις σπονδές στην Ολυμπία προς τιμή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι σπονδή «ανανέωση συνθηκών» (< επι σπένδομαι + ορχηστής «χορευτής» (< ορχούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • επορχούμαι — ἐπορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] χορεύω σύμφωνα με τον ρυθμό μουσικού οργάνου ή τραγουδιού αρχ. χορεύω για να περιγελάσω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κατεξορχούμαι — κατεξορχοῡμαι, έομαι (Α) εμπαίζω κάποιον χορεύοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ορχοῡμαι «χορεύω χλευάζοντας»] …   Dictionary of Greek

  • κατορχούμαι — κατορχοῡμαι, έομαι (Α) 1. χορεύω θριαμβευτικά εμπαίζοντας κάποιον, χορεύω από χαιρεκακία για χλευασμό κάποιου («ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῡ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῑον», Ηρόδ.) 2. υποτάσσω ή μαγεύω με… …   Dictionary of Greek

  • μιμόρχηση — η το μιμόδραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + όρχηση (< ὀρχοῦμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»